- μέτειμι
- (I)μέτειμι (Α)·1. είμαι, βρίσκομαι μεταξύ άλλων, έχω σχέσεις, επιμιξία με άλλους2. (ως απρόσ.) α) (με δοτ. προσ. και γεν. πράγματος) μέτεστί μοί τινοςμετέχω ή έχω αξιώσεις σε κάτι, έχω μερίδιο σε πράγμαβ) (με δοτ. προσ. και απρμφ.) έχω εκ φύσεως κάποια ιδιότητα, είναι φυσικό μου να κάνω κάτι (πᾱσι μέτεστι γινώσκειν», Ηράκλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + εἰμί «είμαι, βρίσκομαι»].————————(II)μέτειμι (Α)1. προσέρχομαι ανάμεσα σε πολλούς2. έρχομαι κατόπιν, ακολουθώ3. πηγαίνω σε αναζήτηση κάποιου ή πηγαίνω να ζητήσω ή να φέρω κάποιον ή κάτι4. συμμορφώνομαι5. μτφ. ζητώ κάτι, κυνηγώ, επιδιώκω6. εκτελώ, πραγματοποιώ7. προσάγω κάποιον σε δίκη8. παραβλέπω, παραλείπω9. ερευνώ, εξετάζω, μελετώ ένα ζήτημα10. καταδιώκω κάποιον για να τόν εκδικηθώ11. επιζητώ να καταλάβω αξίωμα12. εξευμενίζω, εξιλεώνω13. παρακαλώ, ικετεύω14. μεταβαίνω ή μεταπηδώ σε άλλο μέρος15. επανέρχομαι, επιστρέφω16. έρχομαι σε άλλο ζήτημα17. μεταπηδώ σε άλλη μέθοδο18. ασκώ τέχνη ή επάγγελμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + εἶμι «πορεύομαι, πηγαίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.